Μαθήματα από κάποια επιτυχημένα σχέδια περιβαλλοντικής προσαρμογής...
- Catherine Louropoulou
- πριν από 3 ημέρες
- διαβάστηκε 3 λεπτά
Έγινε ενημέρωση: πριν από 2 ημέρες
Συχνά μιλάμε για την κλιματική αλλαγή και τις επιπτώσεις της σαν να είναι ένα άπιαστο όνειρο. Σαν να είναι μία ουτοπική προσέγγιση καταδικασμένη να αποτύχει. Κι’ όμως η ανθρωπότητα έχει ήδη αντιμετώπισει παρόμοια προβλήματα με επιτυχία.
Όξινη Βροχή και Τρύπα του Όζοντος. Δυο μεγάλες περιβαλλοντικές κρίσεις που αντιμετωπίστηκαν με επιτυχία χάρη στη συντονισμένη διεθνή δράση.
Η όξινη βροχή υπήρξε ένα σημαντικό περιβαλλοντικό πρόβλημα στα τέλη του 20ού αιώνα, ιδιαίτερα από τη δεκαετία του 1970 έως τη δεκαετία του 1990. Επηρέασε δάση, λίμνες, ποτάμια, κτίρια και ανθρώπινη υγεία σε πολλές περιοχές, κυρίως στη Βόρεια Αμερική και την Ευρώπη μέχρι που καταπολεμήθηκε.
Η όξινη βροχή προκαλείται από το διοξείδιο του θείου (SO₂) και τα οξείδια του αζώτου (NOₓ). Αυτά τα αέρια εκπέμπονταν κυρίως από θερμοηλεκτρικούς σταθμούς που έκαιγαν άνθρακα ή πετρέλαιο, βιομηχανικές μονάδες, και οχήματα (ειδικά αυτά χωρίς καταλύτες). Όταν αυτά τα αέρια απελευθερωθούν στην ατμόσφαιρα, αντιδρούν με υδρατμούς και σχηματίζουν θειικό και νιτρικό οξύ, που πέφτουν στο έδαφος με τη βροχή, το χιόνι ή ακόμα και την ομίχλη.
Η όξινη βροχή σήμερα δεν έχει εξαλειφθεί πλήρως, αλλά έχει περιοριστεί σημαντικά στις περισσότερες ανεπτυγμένες χώρες χάρη σε συγκεκριμένα μέτρα, όπως οι Κανονισμοί και διεθνείς συμφωνίες, όπως η Συνθήκη του Γκέτεμποργκ (1999) στην Ευρώπη, το Clean Air Act στις ΗΠΑ, που περιλάμβανε αυστηρά όρια εκπομπών SO₂ και NOₓ η Εγκατάσταση φίλτρων και αποθείωσης σε εργοστάσια, η Χρήση καθαρότερων καυσίμων και φυσικού αερίου, η υποχρεωτική τοποθέτηση Καταλυτών στα οχήματα και η βελτίωση της τεχνολογίας καύσης.
Αποτέλεσμα είναι ότι στη Βόρεια Αμερική και τη Δυτική Ευρώπη, τα επίπεδα SO₂ και NOₓ έχουν μειωθεί πάνω από 70% από τη δεκαετία του 1980. Πολλές λίμνες και δάση έχουν αρχίσει να ανακάμπτουν. Τα προβλήματα που υπάρχουν σήμερα εντοπίζονται στις αναπτυσσόμενες χώρες (π.χ. Ινδία, Κίνα), όπου η βιομηχανική ανάπτυξη και η καύση άνθρακα συνεχίζονται. Το φαινόμενο παραμένει τοπικά σημαντικό κοντά σε βιομηχανικά κέντρα χωρίς ικανοποιητικό έλεγχο εκπομπών.
Στην Ευρώπη, οι εκπομπές ΝΟ₂ και SO₂ έχουν μειωθεί σημαντικά λόγω περιβαλλοντικών κανονισμών και της μετάβασης σε καθαρότερες πηγές ενέργειας. Ωστόσο, περιοχές με έντονη βιομηχανική δραστηριότητα ή υψηλή κυκλοφορία οχημάτων μπορεί να εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν προβλήματα.
Μια άλλη περίπτωση από την οποία μπορούμε να αντλήσουμε διδάγματα είναι η τρύπα του Όζοντος η οποία είναι μια άλλη μεγάλη περιβαλλοντική κρίση που αντιμετωπίστηκε με επιτυχία, χάρη στη συντονισμένη διεθνή δράση.
Η τρύπα του Όζοντος δεν είναι μία πραγματική «τρύπα», αλλά είναι μια σημαντική μείωση της συγκέντρωσης όζοντος (O₃) στη στρατόσφαιρα, κυρίως πάνω από την Ανταρκτική. Το όζον εκεί (σε ύψος ~15–35 km) απορροφά την υπεριώδη (UV) ακτινοβολία του ήλιου, προστατεύοντας τη ζωή στη Γη. Η μείωσή του επιτρέπει περισσότερη UV-B ακτινοβολία να φτάνει στην επιφάνεια → καρκίνος του δέρματος, καταρράκτης, βλάβες σε φυτά και πλαγκτόν.
Η κύρια αιτία ήταν τα λεγόμενα CFCs (χλωροφθοράνθρακες) και άλλες φθοριούχες ενώσεις, όπως τα halons, που χρησιμοποιούνταν σε ψυγεία, κλιματιστικά, σπρέι, μονωτικά υλικά κ.ά. Αυτά τα αέρια ήταν σταθερά, έφταναν στη στρατόσφαιρα, και εκεί κατέστρεφαν μόρια όζοντος (κάθε άτομο χλωρίου μπορεί να καταστρέψει χιλιάδες μόρια όζοντος πριν εξουδετερωθεί).
Για να υπάρξει καταπολέμηση του φαινομένου, το Πρωτόκολλο του Μόντρεαλ (1987) υπεγράφη από σχεδόν όλες τις χώρες του κόσμου, προέβλεπε σταδιακή κατάργηση των CFCs και άλλων καταστροφικών για το όζον ουσιών και θεωρείται μία από τις πιο επιτυχημένες διεθνείς περιβαλλοντικές συμφωνίες.
Σήμερα το πρόβλημα έχει σε μεγάλο βαθμό έχει αντιμετωπιστεί. Οι εκπομπές CFCs έχουν σχεδόν μηδενιστεί. Η στρατοσφαιρική συγκέντρωση όζοντος σταθεροποιείται και ανακάμπτει σταδιακά. Η «τρύπα» πάνω από την Ανταρκτική εμφανίζεται ακόμα εποχιακά (Σεπτέμβριο – Νοέμβριο) αλλά είναι μικρότερη και λιγότερο έντονη από τις δεκαετίες του 1980–1990. Σύμφωνα με τον ΟΗΕ (2023), αν συνεχιστεί η σημερινή πορεία η στρατοσφαιρική στιβάδα όζοντος θα επιστρέψει στα επίπεδα του 1980, γύρω στο 2040 παγκοσμίως και μέχρι το 2066 πάνω από την Ανταρκτική. Υπάρχουν κάποιες παράνομες εκπομπές CFCs (π.χ. στην Κίνα εντοπίστηκαν το 2019), αλλά παρακολουθούνται στενά και οι αρχές λαμβάνουν μέτρα.
Η αντιμετώπιση της όξινης βροχής και της τρύπας του όζοντος μας προσφέρουν πολύτιμα διδάγματα και για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής. Τα προβλήματα του περιβάλλοντος δεν είναι άλυτα – χρειάζονται πολιτική βούληση, πίεση από τους πολίτες, και καινοτομία.
Τα φαινόμενα της όξινης βροχής και της τρύπας του όζοντος μας προσφέρουν πολύτιμα διδάγματα για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, αν και υπάρχουν σημαντικές διαφορές. Κατ’ αρχάς να αναφέρουμε ότι τα αέρια της όξινης βροχής και του όζοντος δεν είναι αέρια θερμοκηπίου, δηλαδή αυτά που συντελούν στην αύξηση της θερμοκρασίας του πλανήτη. Παρά ταύτα είναι βλαβερά περιβαλλοντικά και ως τέτοια αντιμετωπίσθηκαν. Ας δούμε τα κοινά Διδάγματα από τις Περιβαλλοντικές Επιτυχίες

Θα ήταν λάθος αν υπεραπλουστεύαμε τα πράγματα στην περίπτωση της Κλιματικής αλλαγής όπου εντοπίζεται μία βασική διαφορά:

Παρά ταύτα μπορούμε να κρατήσουμε ότι η συνεργασία και η τεχνολογία μπορούν να συμβάλλουν στην αντιμετώπιση των προβλημάτων από τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής. Μπορούμε να πετύχουμε όταν η ανθρωπότητα συνεργάζεται με βάση την επιστήμη. Τα προβλήματα του περιβάλλοντος δεν είναι άλυτα – χρειάζονται πολιτική βούληση, πίεση από τους πολίτες, και καινοτομία. Υπάρχουν λοιπόν ελπίδες ακόμη.
Comments